- παχύνω
- ΝΜΑ, παχαίνω ΝΜ1. καθιστώ κάτι παχύ, χοντρό2. παθ. παχύνομαιγίνομαι παχύς, χοντραίνωνεοελλ.1. (για πρόσ.) υπερσιτίζω κάποιον κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθεί το πάχος του2. (ιδίως στον τ. παχαίνω) αποχτώ πάχοςαρχ.1. ενισχύω, δυναμώνω2. παθ. γίνομαι μεστός, στερεός, σκληρός3. (για χυμούς καρπών και εκκρίσεις) συμπυκνώνομαι4. (για λάδι) πηχτώνω5. (για το ηλιακό φως) γίνομαι αμαυρός, σκοτεινός6. μτφ. αυξάνω, επιτείνω7. μτφ. καθιστώ κάτι νωθρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς. Ο νεοελλ. τ. παχαίνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ε-πάχυνα, κατά τα ρημ. σε -αίνω (πρβλ. βαθύνω: βαθαίνω, βαρύνω: βαραίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.